- ξέστης
- ξέστης, ὁ (Α)1. μονάδα μέτρησης στερεών και υγρών που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι, από τους οποίους τήν παρέλαβαν τη μεταγενέστερη περίοδο και οι Έλληνες, και που ήταν ίση προς το ένα έκτο τού κογγίου2. υδρία, στάμνα, κανάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ξέστης έχει προέλθει από αμάρτυρο υποκορ. τ. *ξεστ-άριον < λατ. sextārius «το ένα έκτο τού κογγίου» (με αντιμετάθεση τών -χ- και -ς-, επειδή το συμφωνικό σύμπλεγμα -ξτ- ήταν δυσπρόφερτο στην Ελληνική), με επίθημα -της (πρβλ. κοδράντης < λατ. quadrans)].
Dictionary of Greek. 2013.